στερεογραφία

στερεογραφία
η, Ν
(γεωδ.) μέθοδος γραφικής παράστασης στερεών σωμάτων και μεγάλων περιοχών τής γήινης επιφάνεια με στερεογραφική προβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereographie (< στερεός + -γραφία*). Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στερεογραφία — η αναπαράσταση, σχεδίαση στερεών σωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερεογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεογραφία 2. φρ. «στερεογραφική προβολή» αζιμουθιακή προβολή κατά την οποία ως προβολικό κέντρο χρησιμοποιείται το αντιδιαμετρικό σημείο τού σημείου επαφής τού επιπέδου προβολής με τη γήινη σφαίρα.… …   Dictionary of Greek

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • στερεογραφικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη στερεογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”